- πληρεξούσιο(ν)
- το мандат, полномочие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πληρεξούσιο — το το έγγραφο με το οποίο παρέχεται σε κάποιον ορισμένη εξουσία, να ενεργεί για λογιαριασμό άλλου: Το πληρεξούσιο πρέπει να γίνει σε συμβολαιογράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
αναντιπροσώπευτος — η, ο αυτός που δεν αντιπροσωπεύεται ή δεν αντιπροσωπεύθηκε με εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αντιπροσωπεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στην Αρχαιολογική Εφημερίδα Αθηνών] … Dictionary of Greek
επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
κουμεσσαρία — κουμεσσαρία, ἡ (Μ) πληρεξούσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. comessaria] … Dictionary of Greek
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
πληρεξουσιοδοτώ — έω, Ν παρέχω σε κάποιον πληρεξουσιότητα, δίνω πληρεξούσιο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληρεξουσιοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων] … Dictionary of Greek
πληρεξουσιότητα — η, Ν (αστ. δίκ.) 1. η διά δικαιοπραξίας παρεχόμενη εξουσία προς αντιπροσώπευση, καθώς και η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται η εξουσία αυτή 2. φρ. α) «εσωτερική πληρεξουσιότητα» η περίπτωση κατά την οποία η δήλωση τού πληρεξουσιοδότη… … Dictionary of Greek